- υποτροπή
- (Νομ.). Η διάπραξη νέου αξιόποινου αδικήματος έπειτα από προηγούμενη ποινική καταδίκη. Κατά τον ελληνικό Π.Κ. υ. υπάρχει όταν διαπράττεται αξιόποινο αδίκημα που συνεπάγεται ποινή στερητική της ελευθερίας μέσα σε 5 χρόνια από την πλήρη ή μερική απότιση στερητικής της ελευθερίας ποινής για κακούργημα ή για πλημμέλημα από δόλο. Υ. μπορεί να υπάρχει και σε περίπτωσης πταισμάτων: αν μέσα σε μια διετία έχει προηγηθεί επιβολή δύο ποινών κράτησης για το ίδιο ή παραπλήσιο αδίκημα, ή αν από το συνδυασμό του νέου με τα προηγούμενα αδικήματα αποδεικνύεται ότι ο δράστης είναι εγκληματίας από έξη ή από επάγγελμα.
* * *η / ὑποτροπή, ΝΑ(για νόσο) επανεμφάνιση στη διάρκεια τής ανάρρωσης ή μετά από πλήρη ή φαινομενική ίαση (α. «με τόσα αντιβιοτικά αποκλείεται η υποτροπή» β. «ὑποτροπὴ τῶν ἔμπροσθεν νοσημάτων», Πλούτ.)νεοελλ.1. το να υποπίπτει κανείς στο ίδιο παράπτωμα2. (ποιν. δίκ.) η μετά από προηγούμενη καταδίκη, για ένα ή περισσότερα εγκλήματα, εκ νέου διάπραξη αξιόποινης πράξης από το ίδιο πρόσωποαρχ.εναλλαγή, διαδοχή εναλλάξ («ἔσχε γὰρ ὁ ἀγὼν ὑποτροπὴν καὶ σάλον ἐν τῷ εὺωνύμῳ κέρατι», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.